Bieżący στα ελληνικά

Μετάφραση: bieżący, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρεύμα, τωρινός, υποχρεωτικός, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, τρέχουσας
Bieżący στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bieżnik στα ελληνικά - βήμα, πατημασιά, τσαλαπατώ, πάτημα, πέλματος, πέλμα, του πέλματος, ...
  • bieżąco στα ελληνικά - σήμερα, τώρα, τη στιγμή, επί του παρόντος, στιγμή, παρόντος
  • bifilarny στα ελληνικά - δίμιτου, bifilar, δίμιτο, το δίμιτο, δίκλωνο
  • bifurkacja στα ελληνικά - διακλάδωση, διακλάδωσης, διχασμό, διχασμού, διακλαδώσεως
Τυχαίες λέξεις
Bieżący στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρεύμα, τωρινός, υποχρεωτικός, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, τρέχουσας