Buzować στα ελληνικά

Μετάφραση: buzować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τριζοβολώ, τρίξιμο, κροτάλισμα, τροφοδοτώ, Stoke, Στόουκ, του Stoke, ανατροφοδοτεί
Buzować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • buzia στα ελληνικά - αντικρίζω, πρόσωπο, φιλώ, στόμιο, κύρος, στόμα, αντιμετωπίζω, ...
  • buziak στα ελληνικά - φιλώ, φίλημα, φιλί, το φιλί, φιλί για, kiss
  • bułat στα ελληνικά - γιαταγάνι, scimitar, γιαταγάνια, χαντζάρι
  • buława στα ελληνικά - σκυτάλη, ρόπαλο, σκήπτρο, περιβλήματα μοσχοκάρυδων, αμώμων, καρποί αμώμων
Τυχαίες λέξεις
Buzować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τριζοβολώ, τρίξιμο, κροτάλισμα, τροφοδοτώ, Stoke, Στόουκ, του Stoke, ανατροφοδοτεί