Być στα ελληνικά

Μετάφραση: być, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαθήκη, είμαι, θέληση, έχε, προαίρεση, έχω, είναι, να, να είναι, ήταν
Być στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bywalec στα ελληνικά - συχνάζων, συχνάστης, θαμών, θαμώνας
  • bywać στα ελληνικά - συχνάζω, συχνός, επίσκεψη, επίσκεψης, επίσκεψή, την επίσκεψή, την επίσκεψη
  • były στα ελληνικά - πρώην, πρώτη, προηγούμενο, πρώτο, προηγούμενη
  • bzdura στα ελληνικά - ανοησίες, σκουπίδια, βλακείες, πατσάς, ανοησία, τις ανοησίες, αηδίες, ...
Τυχαίες λέξεις
Być στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαθήκη, είμαι, θέληση, έχε, προαίρεση, έχω, είναι, να, να είναι, ήταν