Córka στα ελληνικά
Μετάφραση: córka, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόρη, την κόρη, κόρης, η κόρη, της κόρης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- człowiek στα ελληνικά - άνθρωπος, τύπος, επανδρώνω, ανθρώπινος, άντρας, συνάδελφος, παιδί, ...
- córa στα ελληνικά - κόρη, την κόρη, κόρης, η κόρη, της κόρης
- cążki στα ελληνικά - πένσα, πένσες, λαβίδες, τανάλια, λαβίδων
- cęgi στα ελληνικά - πένσα, τσιμπίδα, λαβίδα, πένσες, λαβίδες, τανάλια, λαβίδων
Τυχαίες λέξεις
Córka στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόρη, την κόρη, κόρης, η κόρη, της κόρης
Μεταφράσεις: κόρη, την κόρη, κόρης, η κόρη, της κόρης