Κόρη στα πολωνικά
Μετάφραση: κόρη, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
córka, córa, synowa, pochodna, chrześniak, córką, córki, córkę, daughter
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κόρη
κόρη σαμαρά, κόρη αποκαλύπτει στον μπαμπά της ότι θα γίνει παππούς (video), κόρη μπατίστα, κόρη βενιζέλου, κόρη ματιού, κόρη λεξικό γλώσσας πολωνικά, κόρη στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- κόπωση στα πολωνικά - utrudzenie, znużenie, fatyga, znudzenie, męka, trud, nużyć, ...
- κόρα στα πολωνικά - strup, kora, powłoka, skorupka, skorupa, skórka, crust, ...
- κόρνα στα πολωνικά - klakson, trąba, czułek, róg, tuba, syrena, rożek, ...
- κόσμημα στα πολωνικά - skarbczyk, klejnot, biżuteria, cacko, kamień, chluba, Jewel, ...
Τυχαίες λέξεις
Κόρη στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: córka, córa, synowa, pochodna, chrześniak, córką, córki, córkę, daughter
Μεταφράσεις: córka, córa, synowa, pochodna, chrześniak, córką, córki, córkę, daughter