Cechować στα ελληνικά

Μετάφραση: cechować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σουσούμι, σημειώνω, αφιέρωμα, έχω, σημαίνω, χαρακτηριστικό, βαθμός, έχε, χαρακτηρίζουν, χαρακτηρισμό, χαρακτηρίζει, χαρακτηρίσει, τον χαρακτηρισμό
Cechować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cecha στα ελληνικά - σπεσιαλιτέ, ιδιότητα, αποδίδω, σημάδι, σουσούμι, αφιέρωμα, βαθμός, ...
  • cechowanie στα ελληνικά - βαθμολόγηση, σήμανση, σήμανσης, τη σήμανση, επισήμανση
  • cechowy στα ελληνικά - της συντεχνίας, του τάγματος
  • cedent στα ελληνικά - εντολέας, εντολοδότης, εκχωρητή, εκχωρητής, μεταβιβάσαντα
Τυχαίες λέξεις
Cechować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σουσούμι, σημειώνω, αφιέρωμα, έχω, σημαίνω, χαρακτηριστικό, βαθμός, έχε, χαρακτηρίζουν, χαρακτηρισμό, χαρακτηρίζει, χαρακτηρίσει, τον χαρακτηρισμό