Celownik στα ελληνικά

Μετάφραση: celownik, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναστεναγμός, όραση, όραμα, αναστενάζω, σκόπευτρο, εικονοσκόπιο, εικονοσκ πιο, σκοπεύτρου, εικονοσκοπίου
Celownik στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • celowanie στα ελληνικά - σκοπός, στόχος, στόχο, σκοπό, στόχου
  • celować στα ελληνικά - διαπρέπω, βλέψη, αποβλέπω, σκοπός, σκοπεύω, υπερακοντίζω, excel, ...
  • celowo στα ελληνικά - σκόπιμα, επίτηδες, σκοπίμως, εσκεμμένα, εκ προθέσεως
Τυχαίες λέξεις
Celownik στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναστεναγμός, όραση, όραμα, αναστενάζω, σκόπευτρο, εικονοσκόπιο, εικονοσκ πιο, σκοπεύτρου, εικονοσκοπίου