Chełpić στα ελληνικά
Μετάφραση: chełpić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έπαρση, καμάρι, μεγαλαυχία, μεγαλαυχώ, κομπάζω, καυχώμαι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- cherubin στα ελληνικά - χερουβείμ, αγγελούδι, χερούβ, χερουβ, cherub
- chełpienie στα ελληνικά - κορδόνομαι, αλαζονεύομαι, swagger, έπαρση, κομπάζω
- chełpliwie στα ελληνικά - boastfully
- chełpliwość στα ελληνικά - γκελ, κομπασμός, τον κομπασμό, κομπασμό, κομπορρημοσύνη που
Τυχαίες λέξεις
Chełpić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έπαρση, καμάρι, μεγαλαυχία, μεγαλαυχώ, κομπάζω, καυχώμαι
Μεταφράσεις: έπαρση, καμάρι, μεγαλαυχία, μεγαλαυχώ, κομπάζω, καυχώμαι