Człowieczeństwo στα ελληνικά

Μετάφραση: człowieczeństwo, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανθρωπότητα, ανθρωπότητας, της ανθρωπότητας, την ανθρωπότητα, η ανθρωπότητα
Człowieczeństwo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • członek στα ελληνικά - τύπος, κλαδί, άντρας, στέλεχος, μέλος, συνάδελφος, άκρο, ...
  • członkostwo στα ελληνικά - ιδιότητα του μέλους, μέλη, μελών, των μελών, ένταξη
  • człowieczy στα ελληνικά - άνθρωπος, ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρώπινα, ανθρώπινο, ανθρώπινης
  • człowiek στα ελληνικά - άνθρωπος, τύπος, επανδρώνω, ανθρώπινος, άντρας, συνάδελφος, παιδί, ...
Τυχαίες λέξεις
Człowieczeństwo στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανθρωπότητα, ανθρωπότητας, της ανθρωπότητας, την ανθρωπότητα, η ανθρωπότητα