Czyściciel στα ελληνικά
Μετάφραση: czyściciel, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθαρίστρια, καθαριστής, scourer, απορρυπαντή, σφουγγάρι, σύρμα καθαρισμού, σφουγγάρι με
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- czytnik στα ελληνικά - αναγνώστης, αναγνώστη, ανάγνωσης, συσκευή ανάγνωσης, reader
- czyścibut στα ελληνικά - μπότες, τις μπότες, υποδήματα, οι μπότες, μποτών
- czyściec στα ελληνικά - καθαρτήριο, το καθαρτήριο, καθαρτηρίου, Άδη, κολαστήριο
- czyścić στα ελληνικά - πινέλο, χτενίζω, κομψός, κουρεύω, τρίβω, εκκαθαρίζω, κλαδεύω, ...
Τυχαίες λέξεις
Czyściciel στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθαρίστρια, καθαριστής, scourer, απορρυπαντή, σφουγγάρι, σύρμα καθαρισμού, σφουγγάρι με
Μεταφράσεις: καθαρίστρια, καθαριστής, scourer, απορρυπαντή, σφουγγάρι, σύρμα καθαρισμού, σφουγγάρι με