Czyszczenie στα ελληνικά
Μετάφραση: czyszczenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκκενώνω, καθάρισμα, καθαριστής, καθαρισμός, καθαρίστρια, καθαρισμού, καθαρισμό, τον καθαρισμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- czyszczący στα ελληνικά - καθάρισμα, Καθαρισμός, καθαρισμού, Στεγνοκαθαριστήριο, τον καθαρισμό
- czytanie στα ελληνικά - ορθογραφία, ανάγνωση, ανάγνωσης, την ανάγνωση, αναγνώσεως
Τυχαίες λέξεις
Czyszczenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκκενώνω, καθάρισμα, καθαριστής, καθαρισμός, καθαρίστρια, καθαρισμού, καθαρισμό, τον καθαρισμό
Μεταφράσεις: εκκενώνω, καθάρισμα, καθαριστής, καθαρισμός, καθαρίστρια, καθαρισμού, καθαρισμό, τον καθαρισμό