Καθάρισμα στα πολωνικά
Μετάφραση: καθάρισμα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
oczyszczanie, sprzątanie, oczyszczenie, czyszczenie, odczyszczenie, porządek, czyszczenia, do czyszczenia
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθάρισμα
καθάρισμα αγκινάρας, καθάρισμα σπιτιού, καθάρισμα χταποδιού, καθάρισμα χαλιών, καθάρισμα ανανά, καθάρισμα λεξικό γλώσσας πολωνικά, καθάρισμα στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- καημένος στα πολωνικά - nędzarz, nędzny, słaby, niskogatunkowy, biedny, kiepski, lisi, ...
- καημός στα πολωνικά - chęć, pożądanie, żądza, cierpienie, pożądać, niebezpieczeństwo, boleść, ...
- καθέλκυση στα πολωνικά - wodowanie, wystrzelenie, uruchomienie, rozpoczęcie, uruchamianie
- καθήκον στα πολωνικά - sprawa, zajęcie, robótka, służba, obciążenie, praca, cło, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθάρισμα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: oczyszczanie, sprzątanie, oczyszczenie, czyszczenie, odczyszczenie, porządek, czyszczenia, do czyszczenia
Μεταφράσεις: oczyszczanie, sprzątanie, oczyszczenie, czyszczenie, odczyszczenie, porządek, czyszczenia, do czyszczenia