Dążenie στα ελληνικά
Μετάφραση: dążenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίτευγμα, φιλοδοξία, καταδίωξη, απορρόφηση, βλέψη, ασχολία, αναρρόφησης, αναρρόφηση, αναρροφήσεως, προσδοκία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dąsać στα ελληνικά - σκυθρωπιάζω, μούτρα, sulking
- dąć στα ελληνικά - φυσώ, χτύπημα, πλήγμα, εμφύσησης, εμφυσήσεως, εμφύσηση
- dążność στα ελληνικά - ροπή, τάση, μόδα, την τάση, τάσης, η τάση
- dążyć στα ελληνικά - τάση, πασχίζω, ασκώ, παγανίζω, αποβλέπω, περιποιούμαι, σκοπεύω, ...
Τυχαίες λέξεις
Dążenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίτευγμα, φιλοδοξία, καταδίωξη, απορρόφηση, βλέψη, ασχολία, αναρρόφησης, αναρρόφηση, αναρροφήσεως, προσδοκία
Μεταφράσεις: επίτευγμα, φιλοδοξία, καταδίωξη, απορρόφηση, βλέψη, ασχολία, αναρρόφησης, αναρρόφηση, αναρροφήσεως, προσδοκία