Decydujący στα ελληνικά
Μετάφραση: decydujący, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποφασιστικός, καθοριστικός, κρίσιμος, ζωτικός, αποφασιστική, αποφασιστικό, καθοριστικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- decydować στα ελληνικά - διαλέγω, επιλέγω, προσδιορίζω, καθορίζω, υπολογίζω, αποφασίζω, καθορίσει, ...
- decydująco στα ελληνικά - ζωτικής, ζωτική, εξαιρετικά, ζωτικά, ζωτικώς
- decylitr στα ελληνικά - δέκατο λίτρου, δεκατόλιτρο, deciliter, δέκατο του λίτρου, δεκάλιτρο
- decymetr στα ελληνικά - δέκατο μέτρου, δεκατομέτρου, δεκατόμετρο
Τυχαίες λέξεις
Decydujący στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποφασιστικός, καθοριστικός, κρίσιμος, ζωτικός, αποφασιστική, αποφασιστικό, καθοριστικό
Μεταφράσεις: αποφασιστικός, καθοριστικός, κρίσιμος, ζωτικός, αποφασιστική, αποφασιστικό, καθοριστικό