Αποφασιστικός στα πολωνικά

Μετάφραση: αποφασιστικός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przełomowy, decydujący, stanowczy, rozstrzygający, decydujące, decydującym, decydujące znaczenie
Αποφασιστικός στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποφασιστικός

αποφασιστικός στα αγγλικα, αποφασιστικός συνώνυμα, αποφασιστικός συνώνυμο, αποφασιστικός λεξικό γλώσσας πολωνικά, αποφασιστικός στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • αποφασίζω στα πολωνικά - rozwiązać, stanowczość, skłaniać, stwierdzać, skłonić, zakańczać, przymiar, ...
  • αποφασισμένος στα πολωνικά - rezolutny, zdecydowany, stanowczy, zdeterminowany, określona, ustalona, określane
  • αποφασιστικότητα στα πολωνικά - determinacja, postanowienie, określenie, określanie, oznaczanie, stanowczość, oznaczenie, ...
  • αποφεύγω στα πολωνικά - wymykać, odchylać, kluczyć, unikać, uwikłać, uskakiwać, wymigać, ...
Τυχαίες λέξεις
Αποφασιστικός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: przełomowy, decydujący, stanowczy, rozstrzygający, decydujące, decydującym, decydujące znaczenie