Κρίσιμος στα πολωνικά
Μετάφραση: κρίσιμος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zasadniczy, kluczowy, węzłowy, decydujący, rozstrzygający, pierwszoplanowy, krytyczny, istotny, krytyczne, krytyczna, krytycznym
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κρίσιμος
κρίσιμος συνώνυμο, κρίσιμος αριθμός reynolds, κρίσιμος αριθμός reynolds για περίπτωση ανοικτού και κλειστού αγωγού, κρίσιμος συνώνυμα, κρίσιμος λεξικό γλώσσας πολωνικά, κρίσιμος στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- κρίνω στα πολωνικά - mniemać, sądzić, poczytywać, uważać, sędzia, sędzią, sędziego, ...
- κρίση στα πολωνικά - rozpoznanie, orzeczenie, sąd, osąd, wyrok, kryzys, kryzysu, ...
- κραγιόνι στα πολωνικά - pastelowy, pastel, kredka, crayon
- κραδαίνω στα πολωνικά - wymachiwać, zawijas, fanfara, prosperować, rozkwitać, kwitnąć, zakwitnąć, ...
Τυχαίες λέξεις
Κρίσιμος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: zasadniczy, kluczowy, węzłowy, decydujący, rozstrzygający, pierwszoplanowy, krytyczny, istotny, krytyczne, krytyczna, krytycznym
Μεταφράσεις: zasadniczy, kluczowy, węzłowy, decydujący, rozstrzygający, pierwszoplanowy, krytyczny, istotny, krytyczne, krytyczna, krytycznym