Dedukować στα ελληνικά

Μετάφραση: dedukować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνάγω, συμπεραίνω, συναγάγει, συμπεράνουμε, να συναγάγει
Dedukować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dedukcyjnie στα ελληνικά - απαγωγικά, αφαιρετικά, μειωτικά, παραγωγικό
  • dedukcyjny στα ελληνικά - επαγωγικός, αφαιρετικής, απαγωγική, επαγωγική, απαγωγικό
  • dedykacja στα ελληνικά - προσήλωση, εγχάραξη, αφιέρωση, επιγραφή, αφοσίωση, αφοσίωσή, την αφοσίωση
  • dedykacyjny στα ελληνικά - αφιερωτικός, αφιερωτική, αναθηματικές, κτητορική, αναθηματική
Τυχαίες λέξεις
Dedukować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνάγω, συμπεραίνω, συναγάγει, συμπεράνουμε, να συναγάγει