Dekret στα ελληνικά

Μετάφραση: dekret, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάταγμα, θεσπίζω, παραγγέλλω, προσταγή, διάγγελμα, παραγγελία, θέσπισμα, εντολή, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που
Dekret στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dekrement στα ελληνικά - μείωση, Μείωσης, βηματικής μείωσης, ελάττωσης, ελαττώσεως
  • dekrementacja στα ελληνικά - μείωση, Μείωσης, βηματικής μείωσης, ελάττωσης, ελαττώσεως
  • dekretowanie στα ελληνικά - θεσπίζω, θέσπισμα, διάταγμα, decreeing, αποφασίσουμε, τους θεσπίζοντας, αποφασίσουμε την, ...
  • dekretować στα ελληνικά - διάταγμα, θέσπισμα, θεσπίζω, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που
Τυχαίες λέξεις
Dekret στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάταγμα, θεσπίζω, παραγγέλλω, προσταγή, διάγγελμα, παραγγελία, θέσπισμα, εντολή, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που