Demonstrować στα ελληνικά

Μετάφραση: demonstrować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δείχνω, παράσταση, εμφαίνω, διαδηλώνω, αποδεικνύω, αποδεικνύουν, καταδεικνύουν, αποδείξουν, αποδείξει, να αποδείξει
Demonstrować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • demonstracyjny στα ελληνικά - επιδεικτικός, φιγουρατζής, καταφανής, εμφανής, εμφανή, εμφανές, ευδιάκριτη
  • demonstrant στα ελληνικά - ταραξίας, διαδηλωτής, επίδειξης, διαδηλωτή, σύστημα επίδειξης, συστήματος επίδειξης
  • demontaż στα ελληνικά - διάλυση, αποσυναρμολόγηση, αποξήλωση, αποσυναρμολόγησης, τη διάλυση
  • demontować στα ελληνικά - αποσυναρμολογώ, διαλύω, πεζεύω, αποσυναρμολόγηση, αποσυναρμολογήσετε, αποσυναρμολογήσει, αποσυναρμολογείτε, ...
Τυχαίες λέξεις
Demonstrować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δείχνω, παράσταση, εμφαίνω, διαδηλώνω, αποδεικνύω, αποδεικνύουν, καταδεικνύουν, αποδείξουν, αποδείξει, να αποδείξει