Denerwować στα ελληνικά

Μετάφραση: denerwować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρενοχλώ, δυσαρεστώ, επιδεινώνω, ενοχλώ, ερεθίζω, μελαγχολώ, ταράσσομαι, ανατροπή, αναστατωμένος, αναστάτωση, αναστατώσει, διαταραχές
Denerwować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dendryt στα ελληνικά - δενδριτών, δενδρίτη, δενδρίτες, δενδρίτου, dendrite
  • denerwowanie στα ελληνικά - διέγερση, έξαψη, ενθουσιασμό, τον ενθουσιασμό, ενθουσιασμός, ενθουσιασμού
  • denerwujący στα ελληνικά - αγωνιώδη συνάντηση, γερά νεύρα, νεύρο-, σπάσιμο νεύρων, για γερά νεύρα
  • denier στα ελληνικά - αρνητής, ντενιέ, denier περίπου
Τυχαίες λέξεις
Denerwować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρενοχλώ, δυσαρεστώ, επιδεινώνω, ενοχλώ, ερεθίζω, μελαγχολώ, ταράσσομαι, ανατροπή, αναστατωμένος, αναστάτωση, αναστατώσει, διαταραχές