Dołączyć στα ελληνικά
Μετάφραση: dołączyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσθέτω, συνενώνω, επισυνάπτω, συνορεύω, συνδέω, αποδέχομαι, συνέταιρος, πρόσφυμα, γειτονεύω, συσχετίζω, κατατάσσομαι, εφάπτομαι, ενώνω, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dołączać στα ελληνικά - επισυνάπτω, περικλείω, προσθέτω, ενώνω, συνενώνω, συνδέω, σχολιάζω, ...
- dołączony στα ελληνικά - περιλαμβάνονται, περιλαμβάνεται, συμπεριλαμβάνεται, που περιλαμβάνονται, συμπεριλαμβάνονται
- doścignięcie στα ελληνικά - επίτευξη, πραγματοποίηση, υλοποίηση, πραγματοποιήσεως, επίτευξης
- dośpiewać στα ελληνικά - τραγουδώ, τραγουδούν, τραγουδήσει, τραγουδήσουν, τραγουδήσω
Τυχαίες λέξεις
Dołączyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσθέτω, συνενώνω, επισυνάπτω, συνορεύω, συνδέω, αποδέχομαι, συνέταιρος, πρόσφυμα, γειτονεύω, συσχετίζω, κατατάσσομαι, εφάπτομαι, ενώνω, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν
Μεταφράσεις: προσθέτω, συνενώνω, επισυνάπτω, συνορεύω, συνδέω, αποδέχομαι, συνέταιρος, πρόσφυμα, γειτονεύω, συσχετίζω, κατατάσσομαι, εφάπτομαι, ενώνω, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν