Dośpiewać στα ελληνικά
Μετάφραση: dośpiewać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τραγουδώ, τραγουδούν, τραγουδήσει, τραγουδήσουν, τραγουδήσω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dołączyć στα ελληνικά - προσθέτω, συνενώνω, επισυνάπτω, συνορεύω, συνδέω, αποδέχομαι, συνέταιρος, ...
- doścignięcie στα ελληνικά - επίτευξη, πραγματοποίηση, υλοποίηση, πραγματοποιήσεως, επίτευξης
- dośrodkowo στα ελληνικά - ομοκεντρικώς, ομοκέντρως, ομόκεντρα, ομοκεντρικά, συγκεντρικά
- dośrodkowość στα ελληνικά - ομοκεντρικότητας, ομοκεντρότητα, συγκεντρικότητα, concentricity, ομοκεντρικότητα
Τυχαίες λέξεις
Dośpiewać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τραγουδώ, τραγουδούν, τραγουδήσει, τραγουδήσουν, τραγουδήσω
Μεταφράσεις: τραγουδώ, τραγουδούν, τραγουδήσει, τραγουδήσουν, τραγουδήσω