Dokuczać στα ελληνικά
Μετάφραση: dokuczać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσιμπώ, κλέβω, αποπαίρνω, γκρινιάζω, τριβελίζω, ξεμπλέκω, κεντρί, βουτώ, κεντρίζω, σβάρνα, φασαρία, ενόχληση, βελόνα, μεμψιμοιρώ, πειράζω, ενοχλώ, πειράζουν, πειράζει, πείραγμα, tease
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- doktrynerski στα ελληνικά - δογματικός, δογματική, δογματικό, δογματικοί, δογματικούς
- dokuczanie στα ελληνικά - ενοχλώ, κόπος, ενόχληση, ενοχλούμαι, σκοτίζομαι, πειράγματα, πείραγμα, ...
- dokuczliwie στα ελληνικά - κακόβουλα, mischievously, πονηρά
- dokuczliwość στα ελληνικά - ενόχληση, μπελάς, ενόχλησης, όχλησης, όχληση, την ενόχληση
Τυχαίες λέξεις
Dokuczać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσιμπώ, κλέβω, αποπαίρνω, γκρινιάζω, τριβελίζω, ξεμπλέκω, κεντρί, βουτώ, κεντρίζω, σβάρνα, φασαρία, ενόχληση, βελόνα, μεμψιμοιρώ, πειράζω, ενοχλώ, πειράζουν, πειράζει, πείραγμα, tease
Μεταφράσεις: τσιμπώ, κλέβω, αποπαίρνω, γκρινιάζω, τριβελίζω, ξεμπλέκω, κεντρί, βουτώ, κεντρίζω, σβάρνα, φασαρία, ενόχληση, βελόνα, μεμψιμοιρώ, πειράζω, ενοχλώ, πειράζουν, πειράζει, πείραγμα, tease