Βελόνα στα πολωνικά

Μετάφραση: βελόνα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wskazówka, igła, drut, dokuczać, iglica, igły, igłę, igłą
Βελόνα στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βελόνα

βελόνα και κλωστή, βελόνα ελεύθερου σχεδίου, βελόνα χειρός για δέρμα, βελόνα δολώματος, βελόνα του τατουάζ σε αργή κίνηση, βελόνα λεξικό γλώσσας πολωνικά, βελόνα στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • βελτιώνομαι στα πολωνικά - ulepszać, doskonalić, poprawiać, udoskonalać, poprawić, udoskonalić, meliorate
  • βελτιώνω στα πολωνικά - wzbogacić, poprawiać, wzmagać, uściślić, uwydatniać, ulepszać, uszlachetniać, ...
  • βενζίνη στα πολωνικά - gazować, gazolina, benzyna, gaz, gazownictwo, benzyny, benzynowy, ...
  • βεντάλια στα πολωνικά - dmuchawa, amator, wachlować, fan, wentylator, rozdymać, wachlarz, ...
Τυχαίες λέξεις
Βελόνα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: wskazówka, igła, drut, dokuczać, iglica, igły, igłę, igłą