Domniemanie στα ελληνικά
Μετάφραση: domniemanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εικασία, μαντεύω, υπόθεση, τεκμήριο, τεκμηρίου, το τεκμήριο, τεκμαίρεται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dominujący στα ελληνικά - κυρίαρχη, κυρίαρχο, δεσπόζουσα, δεσπόζουσα θέση, δεσπόζουσας
- domięśniowy στα ελληνικά - ενδομυϊκή, ενδομυϊκής, ενδομυϊκές, την ενδομυϊκή, η ενδομυϊκή
- domniemany στα ελληνικά - δήθεν, θεωρούμενος, υποθετική, υποθετικό, υποτιθέμενη, υποτιθέμενο
- domniemać στα ελληνικά - μαντεύω, εικασία, υποθέτω, τεκμαίρουν, τεκμαίρει, υποθέσει, υποθέσουμε
Τυχαίες λέξεις
Domniemanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εικασία, μαντεύω, υπόθεση, τεκμήριο, τεκμηρίου, το τεκμήριο, τεκμαίρεται
Μεταφράσεις: εικασία, μαντεύω, υπόθεση, τεκμήριο, τεκμηρίου, το τεκμήριο, τεκμαίρεται