Dopomagać στα ελληνικά

Μετάφραση: dopomagać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επικουρία, βοήθεια, αρωγή, βοηθός, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν
Dopomagać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dopisywać στα ελληνικά - προσθέτω, προσάρτηση, επισυνάπτει, προσαρτήσει, επισυνάψει, προσαρτήσετε
  • dopiąć στα ελληνικά - καταφέρνω, αντεπεξέρχομαι, διευθύνω, πυξίδα, πυξίδας, της πυξίδας, την πυξίδα, ...
  • dopominać στα ελληνικά - απαίτηση, ζήτηση, απαιτώ, ζητώ
  • dopowiadać στα ελληνικά - λέω
Τυχαίες λέξεις
Dopomagać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επικουρία, βοήθεια, αρωγή, βοηθός, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν