Dorosły στα ελληνικά

Μετάφραση: dorosły, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενήλικος, ενήλικας, ενηλίκων, ενήλικα, των ενηλίκων
Dorosły στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dorodny στα ελληνικά - υποκοριστικός, όμορφος, ωραίος, γερός, ρωμαλέος, όμορφο, όμορφου
  • dorosłość στα ελληνικά - ωριμότητα, ενηλικιότητα, ενηλικίωση, ενήλικη ζωή, την ενηλικίωση, ενήλικης ζωής
  • dorota στα ελληνικά - Dorothy, Ντόροθι, Ντόροθυ, Η Dorothy, της Dorothy
  • dorozumieć στα ελληνικά - συμπεραίνω, εικασία, μαντεύω
Τυχαίες λέξεις
Dorosły στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενήλικος, ενήλικας, ενηλίκων, ενήλικα, των ενηλίκων