Ενήλικος στα πολωνικά
Μετάφραση: ενήλικος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dorosły, osoba dorosła, dorosłych, dorośli
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενήλικος
ενήλικος ορισμός, ενήλικος σημασια, ενήλικος ημιπληγικός bobath, ενήλικος ή ενήλικας, ενήλικος σκύλος, ενήλικος λεξικό γλώσσας πολωνικά, ενήλικος στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- ενέργεια στα πολωνικά - postępowanie, obrady, zachowanie, sprawozdanie, poczynanie, działanie, akcja, ...
- ενήλικας στα πολωνικά - dorosły, osoba dorosła, dorosłych, dorośli
- ενίσχυση στα πολωνικά - rozwinięcie, rozszerzenie, zwiększenie, posiłek, armatura, wzmocnienie, zbrojenie, ...
- εναγής στα πολωνικά - wstrętny, niesmaczny, obrzydliwy, ohydny, powód, powódka, powoda, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενήλικος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: dorosły, osoba dorosła, dorosłych, dorośli
Μεταφράσεις: dorosły, osoba dorosła, dorosłych, dorośli