Dorwać στα ελληνικά

Μετάφραση: dorwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάσχω, αρπάζω, καταλαμβάνω, αρπαγή, πιάσε, αρπάξει, Grab, αρπάγη
Dorwać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dorożkarz στα ελληνικά - ταξιτζής, αμαξάς, cabby, ταξιτζή, σωφέρ
  • dorsz στα ελληνικά - βακαλάος, μπακαλιάρος, γάδου, γάδο, του γάδου
  • dorywcza στα ελληνικά - μονός, ανέμελος, Casual, περιστασιακή, Καθημερινά, Άνετος
  • dorywczo στα ελληνικά - ανέμελος, περιστασιακή, περιστασιακά, απλό, περιστασιακό
Τυχαίες λέξεις
Dorwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάσχω, αρπάζω, καταλαμβάνω, αρπαγή, πιάσε, αρπάξει, Grab, αρπάγη