Doskwierać στα ελληνικά

Μετάφραση: doskwierać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φασαρία, ενοχλώ, ανησυχώ, ταλαιπωρία, έννοια, μπελάς, καψαλίζομαι, περικαίω, καψαλίζω, επιφανειακής θερμικής αλλοιώσεως
Doskwierać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • doskonałość στα ελληνικά - υπεροχή, τελειοποίηση, φινέτσα, τελειότητα, τελειότητας, την τελειότητα, τέλεια
  • doskonały στα ελληνικά - εξαίσιος, έξοχα, άριστος, τέλειος, τελειοποιώ, υπέροχος, τέλεια, ...
  • dosolić στα ελληνικά - κεντρίζω, τσιμπώ, κεντρί, τσίμπημα, τσιμπήματος, τσούξιμο, το τσίμπημα
  • dospać στα ελληνικά - τσίμπλα, κοιμάμαι, ύπνος, ύπνου, ύπνο, του ύπνου, τον ύπνο
Τυχαίες λέξεις
Doskwierać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φασαρία, ενοχλώ, ανησυχώ, ταλαιπωρία, έννοια, μπελάς, καψαλίζομαι, περικαίω, καψαλίζω, επιφανειακής θερμικής αλλοιώσεως