Dowieść στα ελληνικά

Μετάφραση: dowieść, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παράσταση, δείχνω, επιχειρηματολογώ, εμφαίνω, διαφωνώ, διαπληκτίζομαι, αποδειχθεί, αποδεικνύουν, αποδείξουν, αποδείξει, να αποδείξει
Dowieść στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dowierzchnia στα ελληνικά - φρύδι, μετώπη, σωλήνα ανύψωσης, ανερχόμενου αυλού, κατακόρυφου αγωγού, riser
  • dowiezienie στα ελληνικά - Παράδοση, Η παράδοση, παράδοση του, Handing, παράδοση της
  • dowieźć στα ελληνικά - οδηγώ, φέρω, φέρει, να, θέτουν, φέρουν
  • dowiązać στα ελληνικά - δένω, δεσμεύω, βιβλιοδετώ, πεδικλώνω, δεσμεύουν, δεσμεύονται, συνδέονται, ...
Τυχαίες λέξεις
Dowieść στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παράσταση, δείχνω, επιχειρηματολογώ, εμφαίνω, διαφωνώ, διαπληκτίζομαι, αποδειχθεί, αποδεικνύουν, αποδείξουν, αποδείξει, να αποδείξει