Doznawać στα ελληνικά

Μετάφραση: doznawać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπειρία, συντηρώ, υποστηρίζω, κρατώ, να περάσει μέσα, περνούν μέσα από, περνούν μέσα, περνούν από, περάσει μέσα από
Doznawać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • doznanie στα ελληνικά - αίσθημα, εμπειρία, αίσθηση, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών
  • doznawanie στα ελληνικά - συναντώ, συνάντηση, βιώνουν, αντιμετωπίζουν, βιώνει, που βιώνουν, αντιμετωπίζετε
  • doznać στα ελληνικά - εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών
  • dozorca στα ελληνικά - θυρωρός, δεσμοφύλακας, αχθοφόρος, επιστάτης, ακόλουθος, επιστάτη, υπηρεσιακή, ...
Τυχαίες λέξεις
Doznawać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπειρία, συντηρώ, υποστηρίζω, κρατώ, να περάσει μέσα, περνούν μέσα από, περνούν μέσα, περνούν από, περάσει μέσα από