Dozorczyni στα ελληνικά
Μετάφραση: dozorczyni, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιστάτης, θυρωρός, οικονόμος, οικονόμο, οικονόμου, την οικονόμο, οικιακή βοηθός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- doznać στα ελληνικά - εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών
- dozorca στα ελληνικά - θυρωρός, δεσμοφύλακας, αχθοφόρος, επιστάτης, ακόλουθος, επιστάτη, υπηρεσιακή, ...
- dozorowanie στα ελληνικά - επίβλεψη, επιτήρηση, επιθεώρηση, εποπτεία, εποπτείας, έλεγχο
- dozorować στα ελληνικά - επιμελούμαι, περιποιούμαι, εποπτεύω, επιθεωρώ, επιβλέπω, εποπτεύει, επιβλέπει, ...
Τυχαίες λέξεις
Dozorczyni στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιστάτης, θυρωρός, οικονόμος, οικονόμο, οικονόμου, την οικονόμο, οικιακή βοηθός
Μεταφράσεις: επιστάτης, θυρωρός, οικονόμος, οικονόμο, οικονόμου, την οικονόμο, οικιακή βοηθός