Dręczyć στα ελληνικά

Μετάφραση: dręczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξοργίζω, ενοχλούμαι, ενοχλώ, ενόχληση, τριβελίζω, κόπος, ανησυχώ, έννοια, βασανίζω, αποπαίρνω, σκοτίζομαι, φασαρία, ταλαιπωρώ, παρενοχλώ, βασανιστήριο, μαρτύριο, βασανιστηρίων, βασανιστήρια, τα βασανιστήρια
Dręczyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dręczenie στα ελληνικά - ταλαιπωρία, ενοχλώ, φασαρία, μπελάς, βασανιστήριο, μαρτύριο, βασανιστηρίων, ...
  • dręczyciel στα ελληνικά - βασανιστής, βασανιστή, του δυνάστη, δυνάστη
  • drętwienie στα ελληνικά - μούδιασμα, αιμωδία, μουδιάσματος, το μούδιασμα, μουδιάσματα
  • drętwieć στα ελληνικά - σκληρύνω, σκληραίνουν, σκληρύνει, σκληρύνουν, ακαμψία
Τυχαίες λέξεις
Dręczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξοργίζω, ενοχλούμαι, ενοχλώ, ενόχληση, τριβελίζω, κόπος, ανησυχώ, έννοια, βασανίζω, αποπαίρνω, σκοτίζομαι, φασαρία, ταλαιπωρώ, παρενοχλώ, βασανιστήριο, μαρτύριο, βασανιστηρίων, βασανιστήρια, τα βασανιστήρια