Ταλαιπωρώ στα πολωνικά

Μετάφραση: ταλαιπωρώ, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dotykać, dręczyć, obarczyć, gnębić, martwić, niewygoda, dyskomfort, dyskomfortu, dyskomfort w, dolegliwości
Ταλαιπωρώ στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ταλαιπωρώ

ταλαιπωρώ αρχαια, ταλαιπωρώ κλιση, ταλαιπωρώ αρχικοι χρονοι, ταλαιπωρώ συνωνυμα, ταλαιπωρώ στα αγγλικά, ταλαιπωρώ λεξικό γλώσσας πολωνικά, ταλαιπωρώ στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ταλέντο στα πολωνικά - zdolność, uzdolnienie, skłonność, stosowność, talent, talentów, talentu, ...
  • ταλαιπωρία στα πολωνικά - dręczenie, zakłócenie, urządzenia, dolegać, niepokoić, fatyga, niepokój, ...
  • ταλαντευόμενος στα πολωνικά - sprzeczny, wieloznaczny, ambiwalentny, niepewny, chwiejny, chybotliwy, wobbly, ...
  • ταλαντεύομαι στα πολωνικά - zataczać, władza, przerzucanie, panowanie, zaszamotać, zmieniać, kołysać, ...
Τυχαίες λέξεις
Ταλαιπωρώ στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: dotykać, dręczyć, obarczyć, gnębić, martwić, niewygoda, dyskomfort, dyskomfortu, dyskomfort w, dolegliwości