Dużo στα ελληνικά
Μετάφραση: dużo, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πολλοί, άφθονος, πολλά, πολλές, πολύ, πολλή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- duszpasterstwo στα ελληνικά - υπουργείο, ιερατείο, Υπουργείου, διακονία, του υπουργείου, το υπουργείο
- duszpasterz στα ελληνικά - παπάς, ιερεύς, ιερέας, ιερέα, παπά
- duży στα ελληνικά - απίθανος, πρόστυχος, χοντρός, ογκώδης, σπουδαίος, αρκετός, ακαθάριστος, ...
- dwoisty στα ελληνικά - διπλός, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, διπλού
Τυχαίες λέξεις
Dużo στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πολλοί, άφθονος, πολλά, πολλές, πολύ, πολλή
Μεταφράσεις: πολλοί, άφθονος, πολλά, πολλές, πολύ, πολλή