Duży στα ελληνικά
Μετάφραση: duży, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απίθανος, πρόστυχος, χοντρός, ογκώδης, σπουδαίος, αρκετός, ακαθάριστος, πρωτεύουσα, άφθονος, αισχρός, λαμπρός, τεράστιος, μεγάλος, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- duszpasterz στα ελληνικά - παπάς, ιερεύς, ιερέας, ιερέα, παπά
- dużo στα ελληνικά - πολλοί, άφθονος, πολλά, πολλές, πολύ, πολλή
- dwoisty στα ελληνικά - διπλός, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, διπλού
- dwoić στα ελληνικά - διαιρώ, διχάζω, χωρίζω, χάσμα, χάσματος, διαίρει, διαίρεση, ...
Τυχαίες λέξεις
Duży στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απίθανος, πρόστυχος, χοντρός, ογκώδης, σπουδαίος, αρκετός, ακαθάριστος, πρωτεύουσα, άφθονος, αισχρός, λαμπρός, τεράστιος, μεγάλος, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα
Μεταφράσεις: απίθανος, πρόστυχος, χοντρός, ογκώδης, σπουδαίος, αρκετός, ακαθάριστος, πρωτεύουσα, άφθονος, αισχρός, λαμπρός, τεράστιος, μεγάλος, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα