Dylować στα ελληνικά
Μετάφραση: dylować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιβιβάζομαι, σανίδα, επιβίβαση, επιβίβασης, την επιβίβαση, κράτηση, κράτησης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dyletantyzm στα ελληνικά - απειροτεχνία, ντιλλεταντισμό, ερασιτεχνισμό, το ντιλλεταντισμό
- dyliżans στα ελληνικά - άμαξα, προπονητής, προπονώ, πούλμαν, ταχυδρομική άμαξα, ταχυδρομικών αμαξών, ταχυδρομική άμαξα της, ...
- dyluwium στα ελληνικά - diluvium
- dym στα ελληνικά - καπνός, καπνοί, καπνίζω, καίω, καυσαέριο, καπνού, καπνό, ...
Τυχαίες λέξεις
Dylować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιβιβάζομαι, σανίδα, επιβίβαση, επιβίβασης, την επιβίβαση, κράτηση, κράτησης
Μεταφράσεις: επιβιβάζομαι, σανίδα, επιβίβαση, επιβίβασης, την επιβίβαση, κράτηση, κράτησης