Dyplomować στα ελληνικά
Μετάφραση: dyplomować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιστοποιητικό, βεβαιώνω, πιστοποιώ, πιστοποιούν, πιστοποιεί, πιστοποιήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dyplomatyczny στα ελληνικά - διπλωματικός, διπλωματικές, διπλωματικών, διπλωματική, διπλωματικής
- dyplomowany στα ελληνικά - ειδική, προσόντα, ειδικευμένο, εξειδικευμένο, με ειδική
- dyplomowy στα ελληνικά - αποφοίτηση, αποφοίτησή, την αποφοίτησή, την αποφοίτηση, βαθμολόγηση
- dyptych στα ελληνικά - δίπτυχο, δίπτυχα, δίπτυχες, δίπτυχου
Τυχαίες λέξεις
Dyplomować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιστοποιητικό, βεβαιώνω, πιστοποιώ, πιστοποιούν, πιστοποιεί, πιστοποιήσει
Μεταφράσεις: πιστοποιητικό, βεβαιώνω, πιστοποιώ, πιστοποιούν, πιστοποιεί, πιστοποιήσει