Dysponent στα ελληνικά
Μετάφραση: dysponent, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αξιωματικός, διαχειριστής, θεματοφύλακας, στέλεχος, επιμελητής, επίτροπος, διαχειριστή, εντολοδόχου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dyspergować στα ελληνικά - διασκορπίζω, διασπορά, διασπειρόμενο, επιδέχεται διασπορά, διασπειρόμενα, διασποράς
- dyspersja στα ελληνικά - διασπορά, διασποράς, διασκορπισμού, διασκορπισμός, εναιώρημα
- dysponowanie στα ελληνικά - διάθεση, διάθεσης, διάθεσή, απόρριψης, απόρριψη
- dysponować στα ελληνικά - κανονίζω, έχε, έχω, τακτοποιώ, διαθέσει, απορρίπτετε, διαθέτει, ...
Τυχαίες λέξεις
Dysponent στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αξιωματικός, διαχειριστής, θεματοφύλακας, στέλεχος, επιμελητής, επίτροπος, διαχειριστή, εντολοδόχου
Μεταφράσεις: αξιωματικός, διαχειριστής, θεματοφύλακας, στέλεχος, επιμελητής, επίτροπος, διαχειριστή, εντολοδόχου