Faul στα ελληνικά

Μετάφραση: faul, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φτιάξιμο, λάθος, φάουλ, αποκρουστική, κάνει φάουλ
Faul στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • fatygowanie στα ελληνικά - σκοτίζομαι, μπελάς, ενοχλώ, ενοχλούμαι, φασαρία, κόπος, ταλαιπωρία
  • fatygować στα ελληνικά - ταλαιπωρία, μπελάς, ενοχλώ, φασαρία, πρόβλημα, προβλήματα, κόπο
  • faulować στα ελληνικά - απαίσιος, ανέντιμος, βρόμικος, φάουλ, αποκρουστική, κάνει φάουλ
  • faun στα ελληνικά - Faun, φαύνος, φαύνου, θυμίζουν ξωτικό
Τυχαίες λέξεις
Faul στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φτιάξιμο, λάθος, φάουλ, αποκρουστική, κάνει φάουλ