Filtrować στα ελληνικά
Μετάφραση: filtrować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φίλτρο, κρησαρίζω, στραμπουλίζω, διηθώ, τεντώνω, ζόρι, φίλτρου, του φίλτρου, φίλτρων, ηθμού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- filtr στα ελληνικά - φίλτρο, διηθώ, κρησαρίζω, φίλτρου, του φίλτρου, φίλτρων, ηθμού
- filtracja στα ελληνικά - διήθηση, φιλτράρισμα, φιλτραρίσματος, το φιλτράρισμα, διήθησης
- filut στα ελληνικά - αλεπού, γελωτοποιός, Jester, γελωτοποιό, αστειολόγος, γελωτοποιού
- filuterność στα ελληνικά - παιχνίδισμα, playfulness, διάθεση για παιχνίδι, παιχνιδιάρικο, παιχνιδιάρικη διάθεση
Τυχαίες λέξεις
Filtrować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φίλτρο, κρησαρίζω, στραμπουλίζω, διηθώ, τεντώνω, ζόρι, φίλτρου, του φίλτρου, φίλτρων, ηθμού
Μεταφράσεις: φίλτρο, κρησαρίζω, στραμπουλίζω, διηθώ, τεντώνω, ζόρι, φίλτρου, του φίλτρου, φίλτρων, ηθμού