Formułować στα ελληνικά
Μετάφραση: formułować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατασκευάζω, διατυπώνω, φτιάχνω, εξαναγκάζω, κάνω, διατυπώσει, διατυπώνει, διατυπώσουν, διαμορφώσει, διατυπώνουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- formułka στα ελληνικά - έκφραση, φόρμουλα, τύπος, τύπου, τύπο, χημικού τύπου
- formułowanie στα ελληνικά - διατύπωση, σύνθεση, σκεύασμα, διαμόρφωση, τυποποίηση
- fornal στα ελληνικά - γαμπρός, ιπποκόμος, γαμπρό, γαμπρού, του γαμπρού, ο γαμπρός
- fornirować στα ελληνικά - λούστρο, καπλαμά, καπλαμάς, καπλαμάδες, καπλαμάδων
Τυχαίες λέξεις
Formułować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατασκευάζω, διατυπώνω, φτιάχνω, εξαναγκάζω, κάνω, διατυπώσει, διατυπώνει, διατυπώσουν, διαμορφώσει, διατυπώνουν
Μεταφράσεις: κατασκευάζω, διατυπώνω, φτιάχνω, εξαναγκάζω, κάνω, διατυπώσει, διατυπώνει, διατυπώσουν, διαμορφώσει, διατυπώνουν