Funkcjonować στα ελληνικά

Μετάφραση: funkcjonować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δεξίωση, εγχειρίζω, λειτουργία, λειτουργώ, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία
Funkcjonować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • funkcjonariusz στα ελληνικά - στέλεχος, αξιωματικός, υπάλληλος, υπάλληλο, αξιωματικού, αξιωματικό
  • funkcjonowanie στα ελληνικά - εγχείρηση, λειτουργία, επιχείρηση, λειτουργίας, τη λειτουργία, της λειτουργίας, η λειτουργία
  • funkcyjnie στα ελληνικά - λειτουργικά, λειτουργικώς, λειτουργική, λειτουργικό
  • funt στα ελληνικά - μάντρα, λίμπρα, λίβρα, κοπανίζω, λίρα, λιβρών, λίρας, ...
Τυχαίες λέξεις
Funkcjonować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δεξίωση, εγχειρίζω, λειτουργία, λειτουργώ, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία