Górować στα ελληνικά

Μετάφραση: górować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραβλέπω, κυριαρχώ, υπερακοντίζω, παραγνωρίζω, δεσπόζω, διαπρέπω, πύργος, πύργο, Tower, πύργου, πύργο του
Górować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • górotwórczy στα ελληνικά - τεκτονικός, τεκτονικές, τεκτονική, τεκτονικών, τεκτονικής
  • górowanie στα ελληνικά - επικράτηση, υπεροχή, κυριαρχία, κυριαρχίας, επικράτησης
  • górski στα ελληνικά - ορεινός, βουνό, βουνού, στο βουνό, ορεινές, ορεινό
  • górujący στα ελληνικά - κυρίαρχη, κυρίαρχο, δεσπόζουσα, δεσπόζουσα θέση, δεσπόζουσας
Τυχαίες λέξεις
Górować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραβλέπω, κυριαρχώ, υπερακοντίζω, παραγνωρίζω, δεσπόζω, διαπρέπω, πύργος, πύργο, Tower, πύργου, πύργο του