Δεσπόζω στα πολωνικά

Μετάφραση: δεσπόζω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
panować, dominować, przeważać, górować, zdominować, nablatowa, overtop, przewyższać
Δεσπόζω στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δεσπόζω

δεσπόζω βικιλεξικο, δεσπόζω λεξικο, θεσπίζω ορισμός, δεσπόζω ετυμολογία, δεσπόζω συνώνυμα, δεσπόζω λεξικό γλώσσας πολωνικά, δεσπόζω στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • δεσποινίς στα πολωνικά - spudłować, zaprzepaszczenie, przepuścić, opuszczać, panna, chybić, tęsknica, ...
  • δεσποτικός στα πολωνικά - naglący, despotyczny, władczy, bezwzględny, autokrata, absolutny, jedynowładca, ...
  • δευτερεύων στα πολωνικά - podrzędny, wtórny, pochodny, drugorzędny, drugorzędowy, ponadpodstawowy, średni, ...
  • δευτερόλεπτο στα πολωνικά - sekunda, sekundant, następny, zapasowy, drugi, drugie, druga, ...
Τυχαίες λέξεις
Δεσπόζω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: panować, dominować, przeważać, górować, zdominować, nablatowa, overtop, przewyższać