Gestykulować στα ελληνικά

Μετάφραση: gestykulować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
είδα, πριόνι, πριονίζω, χειρονομώ, χειρονομούν
Gestykulować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gestia στα ελληνικά - αρμοδιότητα, Gesti
  • gestykulacja στα ελληνικά - χειρονομία, gesticulation, χειρονομίες, νεύματα
  • geszefciarstwo στα ελληνικά - αισχροκέρδεια, κερδοσκοπία, κερδοσκοπίας, αισχροκέρδειας, την κερδοσκοπία
  • geszeft στα ελληνικά - ρακέτα, εικασία, κερδοσκοπία, κερδοσκοπίας, η κερδοσκοπία, την κερδοσκοπία, εικασίες
Τυχαίες λέξεις
Gestykulować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: είδα, πριόνι, πριονίζω, χειρονομώ, χειρονομούν