Grono στα ελληνικά

Μετάφραση: grono, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ομάδα, προσωπικό, σύμπλεγμα, συστοιχία, ομάδας, ομίλου, ομάδα που, της ομάδας
Grono στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gronkowiec στα ελληνικά - Staphylococcus, σταφυλόκοκκος, από σταφυλόκοκκο, ο σταφυλόκοκκος, Σταφυλόκοκκων
  • gronostaj στα ελληνικά - ερμίνα, κουνάβι, ικτίς
  • gros στα ελληνικά - χοντρός, αισχρός, ακαθάριστος, πλειονότητα, πρόστυχος, ακαθάριστο, ακαθάριστα, ...
Τυχαίες λέξεις
Grono στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ομάδα, προσωπικό, σύμπλεγμα, συστοιχία, ομάδας, ομίλου, ομάδα που, της ομάδας