Indosować στα ελληνικά

Μετάφραση: indosować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιδοκιμάζω, οπισθογραφώ, εγκρίνω, εγκρίνει, εγκρίνουν, θεωρεί, υποστηρίξει
Indosować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • indos στα ελληνικά - επιδοκιμασία, οπισθογράφηση, έγκριση, θεώρηση, ένδειξη, επικύρωση
  • indosat στα ελληνικά - Indosat
  • indukcja στα ελληνικά - εισαγωγή, επαγωγή, επαγωγής, πρόκληση, διέγερση, την επαγωγή
  • indukcyjnie στα ελληνικά - επαγωγικά, επαγωγικώς, επαγωγικής, επαγωγική, με επαγωγική
Τυχαίες λέξεις
Indosować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιδοκιμάζω, οπισθογραφώ, εγκρίνω, εγκρίνει, εγκρίνουν, θεωρεί, υποστηρίξει