Insynuować στα ελληνικά
Μετάφραση: insynuować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χώνομαι, υπονοώ, υπαινιγμός, υποδηλώνω, νύξη, υπαινίσσομαι, υπαινιχθεί, εντάσσεται διακριτικά, υπονοήσει, υπαινιχθεί το
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- insynuacja στα ελληνικά - υπαινιγμός, νύξη, υπονοούμενο, υπονοούμενα, υπονοούμενων, υπαινιγμούς, υπαινιγμών
- insynuacyjny στα ελληνικά - ύπουλος
- intarsja στα ελληνικά - ψηφιδωτό, μωσαϊκό, μαρκετερί, ψηφίδες, ψηφιδοθετήματα
- integracja στα ελληνικά - ολοκλήρωση, ολοκλήρωσης, ενσωμάτωση, ένταξη, ένταξης
Τυχαίες λέξεις
Insynuować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χώνομαι, υπονοώ, υπαινιγμός, υποδηλώνω, νύξη, υπαινίσσομαι, υπαινιχθεί, εντάσσεται διακριτικά, υπονοήσει, υπαινιχθεί το
Μεταφράσεις: χώνομαι, υπονοώ, υπαινιγμός, υποδηλώνω, νύξη, υπαινίσσομαι, υπαινιχθεί, εντάσσεται διακριτικά, υπονοήσει, υπαινιχθεί το